- λεπτόρρευστος
- ος, ο[ν] не густой, жидкий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λεπτόρρευστος — η, ο (για υγρό) αυτός που έχει λεπτή ροή, αραιός σαν νερό, σε αντιδιαστολή με τον παχύρρευστο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ρευστός. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξ. Λάνδερερ] … Dictionary of Greek
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek
λεπτόρρυτος — λεπτόρρυτος, ον (Α) λεπτόρρευστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ρρυτος (< ῥέω), πρβλ. μελί ρρυτος, χρυσό ρρυτος] … Dictionary of Greek